οδοφυλαξ

οδοφυλαξ
    ὁδοφύλαξ
    ὁδο-φύλαξ
    -ᾰκος (ῠ) ὅ дорожный страж Her.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "οδοφυλαξ" в других словарях:

  • ὁδοφυλάκων — ὁδοφύλαξ watcher of the roads masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁδοφύλακες — ὁδοφύλαξ watcher of the roads masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οδοφυλακώ — ὁδοφυλακῶ, έω (Μ) [οδοφύλαξ] φυλάγω τον δρόμο, είμαι οδοφύλακας …   Dictionary of Greek

  • οδοφύλακας — ο (ΑΜ ὁδοφύλαξ) ο φύλακας τών οδών, των δρόμων μσν. ληστής που στήνει ενέδρες στους δρόμους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁδός + φύλαξ, ακος] …   Dictionary of Greek

  • οδός — Ο όρος υποδηλώνει συνοπτικά μία ζώνη εδάφους η οποία έχει προετοιμαστεί κατάλληλα για να διευκολύνει τη μεταφορά πεζών και οχημάτων και για να εξυπηρετεί τις μεταφορές και τη συγκοινωνία μεταξύ των διάφορων σημείων μιας περιοχής ή ενός οικισμού.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»